Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορμιευτής — ὁρμιευτής, ὁ (Α) [ορμιεύω] αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας ορμιά … Dictionary of Greek
ὁρμιευτής — angler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)